- τετραπλασιάζω
- τετραπλασίασα, τετραπλασιάστηκα, κάνω κάτι τετραπλάσιο, πολλαπλασιάζω επί τέσσερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τετραπλασιάζω — τετραπλασιάζω, τετραπλασίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τετραπλασιάζω — ΝΜΑ [τετραπλάσιος] καθιστώ κάτι τετραπλάσιο, πολλαπλασιάζω κάτι επί τέσσερα … Dictionary of Greek
τετραπλασιασθέντα — τετραπλασιάζω make fourfold aor part pass neut nom/voc/acc pl τετραπλασιάζω make fourfold aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιάζει — τετραπλασιάζω make fourfold pres ind mp 2nd sg τετραπλασιάζω make fourfold pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιαζόμενα — τετραπλασιάζω make fourfold pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιαζόμεναι — τετραπλασιάζω make fourfold pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιασθείσης — τετραπλασιάζω make fourfold aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιασθέν — τετραπλασιάζω make fourfold aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιασθέντες — τετραπλασιάζω make fourfold aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασιασθήσεται — τετραπλασιάζω make fourfold fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)